- φωσφορύλιο
- το, Νχημ. τρισθενής ρίζα η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει από το μόριο τού φωσφορικού οξέος αν απομακρυνθούν από αυτό οι τρεις ομάδες υδροξυλίου του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphoryl.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωσφορυλίωση — η, Ν 1. χημ. η χημική αντίδραση εισαγωγής τής ρίζας φωσφορύλιο στο μόριο μιας οργανικής ένωσης 2. (βιοχ.) η προσθήκη μιας φωσφορυλομάδας (ΡΟ3 2) σε μια οργανική ένωση 3. φρ. «οξειδωτική φωσφορυλίωση» (βιοχ.) διεργασία με την οποία οι αερόβιοι… … Dictionary of Greek